- Σεβάσμια
- Σεβάσμιοςreverendneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεβάσμιος — α, ο / σεβάσμιος, ία, ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α [σεβασμός] άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας») νεοελλ. προσφώνηση τού προϊσταμένου τεκτονικής στοάς αρχ. 1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Σεβαστείον — και Σεβάστιον, τὸ, Α [σεβαστός] 1. ναός τού αυτοκράτορα, τού Σεβαστού 2. στον πληθ. τὰ Σεβαστεῑα αγώνες προς τιμήν τού αυτοκράτορα, αλλ. Σεβάσμια ή Σεβαστά … Dictionary of Greek
καλογραύς — καλογραῡς, ἡ (Α) σεβάσμια ηλικιωμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γραῡς «γερόντισσα»] … Dictionary of Greek
ματιά — η [μάτι] η στροφή τών ματιών προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα («κειός σεβάσμια προχωρώντας και μ ανήσυχες ματιές», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
σεπτός — ή, ό / σεπτός, ή, όν, ΝΜΑ σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο τού αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «σεπτά θαυμαστά σεβάσμια». επίρρ... σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν κατά τρόπο σεπτό, με… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek